νύχτωμα

νύχτωμα
το наступление ночи

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "νύχτωμα" в других словарях:

  • νύχτωμα — το [νυχτώνω] ερχομός τής νύχτας («το νύχτωμα έκανεν αισθητότερον το ψύχος», Ζερβ.) …   Dictionary of Greek

  • σκοτείνιασμα — το, Ν [σκοτεινιάζω] 1. το να πέφτει σκοτάδι κάπου και να γίνεται κάτι σκοτεινό, βύθιση στο σκοτάδι 2. ο ερχομός τής νύχτας, νύχτωμα, βράδιασμα 3. μτφ. α) το να γίνεται κάτι θαμπό, άτονο β) απώλεια τής καλής ψυχικής διάθεσης …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • σκοτείνιασμα — το 1. το να γίνεται κάτι σκοτεινό. 2. νύχτωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουρούπωμα — το σούρουπο, νύχτωμα: Ξεκίνησαν σουρουπώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»